- ἁγιολόγος
- ἁγιο-λόγος, ον,A speaking holy things, dub. in 1Enoch1.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αγιολόγος — ο, η ο ειδικός επιστήμονας που εξετάζει τα σχετικά με τους αγίους τής Εκκλησίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγιος + λόγος < λέγω (= μαζεύω)] … Dictionary of Greek
ἁγιολόγων — ἁγιολόγος speaking holy things masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
ՍՐԲԱՍԱՑ — ( ) NBH 2 0760 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 10c ա. Որ ասէ զսուրբ սուրբն, կամ զերեքսրբեան օրհնութիւն. սրբաբան. օրհնաբան. եւ Օրհնաբանական. իբր յն. ἀγιόλογος, ἀγιολογικός. *Ընդ սրբասաց զօրսն: Զդասս բոցեղէնս՝ զուարթունս… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)